- εὐθημοσύνη
- εὐθημοσύνηhabit of good managementfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθημοσύνη — εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) [ευθήμων] η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.) αρχ. (για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία … Dictionary of Greek
εὐθημοσύνῃ — εὐθημοσύνη habit of good management fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνην — εὐθημοσύνη habit of good management fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνης — εὐθημοσύνη habit of good management fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνας — εὐθημοσύνᾱς , εὐθημοσύνη habit of good management fem acc pl εὐθημοσύνᾱς , εὐθημοσύνη habit of good management fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθημοσύνη — κακοθημοσύνη, ἡ (Α) αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακοθήμων < κακ(ο) * + ρίζα θη τού τίθημι* + επίθημα μων (πρβλ. ευ θημοσύνη)] … Dictionary of Greek